σημαίαν

σημαίαν
σημαίᾱν , σημαία
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαλαγγιτικός — ή, ό / φαλαγγιτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φαλαγγίτικος Ν [φαλαγγίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλαγγίτη (α. «φαλαγγιτικός όρκος» β. «τιθεις ἐναλλὰξ σημαίαν καὶ σπεῑραν φαλαγγιτικήν»,Πολ.) νεοελλ. φρ. «φαλαγγιτικά γραμμάτια» πιστωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”